ακαταπολέμητος

ακαταπολέμητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν καταπολεμήθηκε: Τη χρονιά εκείνη άφησαν το δάκο ακαταπολέμητο.
2. ακαταμάχητος: Πιστεύει ότι η θεωρία του αυτή είναι ακαταπολέμητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακαταπολέμητος — η, ο (Α ἀκαταπολέμητος, ον) [καταπολεμῶ] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταπολεμήσει, ο ακαταγώνιστος …   Dictionary of Greek

  • άμαχος — η, ο (Α ἄμαχος, ον) 1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο 2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος 3. ο μη μάχιμος αρχ. 1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος 2. (για τόπους ή τοποθεσίες)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”